- συμβοήθεια
- ἡ, Α [συμβοηθῶ]η από κοινού βοήθεια, η επικουρία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμβοήθειαν — συμβοήθεια joint aid fem acc sg συμβοηθεία fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμβοήθειαν — συμβοήθειαν , συμβοήθεια joint aid fem acc sg συμβοήθειαν , συμβοηθεία fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)